σωματοστατίνη

σωματοστατίνη
η, Ν
(βιοχ.) ορμονικό πολυπεπτίδιο με 14-28 αμινοξέα, το οποίο αναστέλλει την έκκριση τής σωματοτροπίνης και τής θυρεοτροπίνης, καθώς και τής ινσουλίνης και τής γλυκαγόνης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νησίδιο — το (Α νησίδιον) [νήσος] (υποκορ. τού νήσος) νησίδα, νησάκι νεοελλ. 1. μεγάλος βράχος που εξέχει από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. ανατ. σωμάτιο ή σύνολο κυττάρων με ειδική λειτουργία μέσα στον οργανισμό 3. φρ. «νησίδια τού Λάνγκερχανς» (ανατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”